Η Ιταλική ως ξένη γλώσσα στην ελληνική Εκπαίδευση
"Θα
διεκδικήσουμε το δικαίωμα να διδάσκονται υποχρεωτικά στο σχολείο και στην
ευρύτερη εκπαίδευση, περισσότερες γλώσσες, τουλάχιστο 2 πέραν της
μητρικής".
Το θέμα της
Ιταλικής γλώσσας στην ελληνική Εκπαίδευση είναι τεράστιο, σε διαχρονικό
τουλάχιστον επίπεδο. Ας επιχειρήσουμε καταρχήν μία γρήγορη περιδιάβαση στο
παρελθόν, σε αντιδιαστολή με την κατάσταση αυτής της γλώσσας στην Ελλάδα του
παρόντος.
Η ιταλική
γλώσσα, όπως είναι ευρέως γνωστό, χρονολογείται στην Ελληνική εκπαίδευση ήδη
από τη δεύτερη περίοδο της βενετσιάνικης διακυβέρνησης, από τότε, δηλαδή, που η
Βενετία εγκαταστάθηκε οριστικά στον ελληνικό χώρο, καθορίζοντας, μεταξύ άλλων,
και την εκπαιδευτική πολιτική. Σύμφωνα με τους ειδικούς μελετητές, για 300 με
400 χρόνια, το έργο των Βενετών αποτελούσε σημείο πολιτιστικής αναφοράς και, σε
σχέση με τα δύο πρώτα επίπεδα της εκπαίδευσης, είχε και θετικά, προοδευτικά
στοιχεία. Πρώτα απ’ όλα, η ύπαρξη και λειτουργία πρωτοβάθμιων σχολείων ήταν εγγυημένη καθ’ όλη την
επικράτεια, ακόμα και σε μικρά νησιωτικά
κέντρα (π.χ. στην Τήνο). Επίσης, μολονότι η εκπαίδευση είχε καθαρά
ταξικό χαρακτήρα και οι μαθητές που είχαν πρόσβαση στην παιδεία ανήκαν στις
λεγόμενες «υψηλές» τάξεις, στη Ζάκυνθο, για παράδειγμα, το Δημοτικό σχολείο
προοριζόταν αποκλειστικά για τα παιδιά των φτωχών οικογενειών.
Εξάλλου,
πολύ αναπτυγμένος ήταν ο θεσμός της κατ’ οίκον εκπαίδευσης, με τους
οικοδιδασκάλους και τα φροντιστήρια. Σε κάθε περίπτωση, η εκπαίδευση ήταν τετραετής
και καθημερινή ενασχόληση, σύμφωνα με όσα χαρακτηριστικά αναφέρονται σε κρητικό
κείμενο του 17ου αι. «καθιμερνό… καματερήν και σκόλην κοντινουαλμέντε και
προνταμέντε». Η ύπαρξη και δράση των σχολείων εξηγεί τον υψηλό ποσοστό
«μορφωμένων» ανθρώπων σε όλες περίπου τις κοινωνικές τάξεις, κάτι που
διαπιστώνεται και από τα δικαιοπρακτικά έγγραφα της εποχής, όπου συχνά οι
μάρτυρες ήταν σε θέση τουλάχιστον να βάλουν την υπογραφή τους. Πρόθεσή μας,
βέβαια, δεν είναι να εξαρθεί η εκπαιδευτική πολιτική της Βενετίας στην Ελλάδα,
αλλά να τονιστεί η μεγάλη σημασία που δινόταν στη γραφή και τη μόρφωση, αν όχι
πάντοτε προγραμματικά από τους κυβερνώντες, αλλά τουλάχιστο ως διεκδίκηση από
τους ίδιους τους πολίτες, οι οποίοι ήταν περισσότερο αστικοποιημένοι και συνειδητοποιημένοι
στις ενλόγω περιοχές παρά σε άλλες της Επικράτειας.
Στο σημείο
αυτό, αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι, σε Επτάνησα, Κρήτη και Κυκλάδες, όλους
αυτούς τους αιώνες επικρατούσε η διγλωσσία και η Ιταλική γλώσσα ήταν κανονικά
στη χρήση των ομιλητών, ιδίως των μελών της αστικής τάξης, οι οποίοι
χρησιμοποιούσαν τα Ελληνικά στις καθημερινές συναναστροφές αλλά έγραφαν στα
Ιταλικά. Σε ένα τέτοιο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, η διδασκαλία και
εκμάθηση της Ιταλικής γλώσσας ήταν ευρέως διαδεδομένη παράλληλα με τη χρήση
της. Ειδικοί μελετητές και ιστορικοί της Εκπαίδευσης θα μπορούσαν να
προσκομίσουν πλήθος πληροφοριών και στοιχείων για τη διάδοσή της και για τις
κατά τόπους συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιούνταν οι διδακτικές
δραστηριότητες και οι μαθησιακές διαδικασίες. Π.χ., είναι γνωστό ότι στη
βενετοκρατούμενη Κρήτη οι σπουδές επικεντρώνονταν στη θεολογία, τη μουσική, τη
ζωγραφική και τη νοταριακή τέχνη, καθώς επίσης ότι στα Ιόνια νησιά, κατά έναν ή
δύο αιώνες αργότερα, η διδακτική προσέγγιση ήταν «ουμανιστικού» τύπου και
απηχούσε, όπως είναι λογικό, το σύστημα της εγκύκλιας εκπαίδευσης στην Ιταλία
(με διδασκαλία γραμματικής, Λατινικών, καλλιγραφίας, καλολογίας, μετρικής,
κτλ.).
Δεν θα
πρέπει ωστόσο να θεωρηθεί ότι η Ιταλική αποτελούσε αντικείμενο μελέτης μόνο
στις ελλαδικές περιοχές που ήταν, ας πούμε, «ιταλικής επιρροής». Η σημασία
αυτής της γλώσσας ως εργαλείου παιδείας κατά την περίοδο του Διαφωτισμού
αναγνωρίστηκε, μεταξύ άλλων, από τον μεγάλο μεταρρυθμιστή και εθνεγέρτη Ρήγα
Φεραίο. Ο Ρήγας, ο οποίος ήταν γνώστης πολλών γλωσσών, κυρίως νεολατινικών
(ιταλικά, γαλλικά, ρουμάνικα) και είχε μεταφράσει πλήθος έργων (π.χ. τα Ολύμπια
του Metastasio) με σκοπό, σύμφωνα με δική του δήλωση, “zur Aufklärung der griechischen Nazion”, δηλαδή τη
διαφώτιση των Ελλήνων, το 1797 εκδίδει την επαναστατική του προκήρυξη όπου, σε
κείμενο με τίτλο «Τα δίκαια του Ανθρώπου», γράφει:
"Όλοι, χωρίς
εξαίρεσιν, έχουν χρέος να ηξεύρουν γράμματα. Η Πατρίς έχει να καταστήση σχολεία
εις όλα τα χωρία δια τα αρσενικά και θηλυκά παιδία. Εκ των γραμμάτων γεννάται η
προκοπή, με την οποίαν λάμπουν τα ελεύθερα έθνη. Να εξηγούνται οι παλαιοί
ιστορικοί συγγραφείς. Εις δε τας μεγάλας πόλεις να παραδίδεται η γαλλική και η
ιταλική γλώσσα, η δε ελληνική να είναι απαραίτητος".
Αυτός ο
σπουδαίος «Διδάσκαλος του Γένους» λοιπόν, είχε διαγνώσει την ανάγκη να ενταχθεί
σε ένα πρόγραμμα συστηματικής εκπαίδευσης, όχι μία οποιαδήποτε γλώσσα, αλλά η
Ιταλική, μία γλώσσα που τότε χρησιμοποιούνταν από τους κατοίκους ανά την
επικράτεια και συνυπήρχε με την Ελληνική. Μία γλώσσα που αξιώθηκε, μοναδική
περίπτωση, να είναι γραμμένα σε αυτήν ή από αυτή να έχουν δεχθεί καθοριστική
επίδραση, κάποια από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της νεοελληνικής γραμματείας,
από τις Κρητικές κωμωδίες ώς τα Σολωμικά ποιήματα.
Μία γλώσσα
ωστόσο, που δεν ήταν μόνο λογοτεχνικό εργαλείο αλλά και κυρίως εργαλείο
λεξιλογικής τροφοδότησης, αν σκεφθεί κανείς το ποσοστό των ιταλικών λέξεων
καθημερινού ή τεχνικού περιεχομένου, οι οποίες χρησιμοποιούνταν κανονικά από
τον μεσαίο πληθυσμό ή από αυτούς που δεν είχαν μεγάλη μόρφωση, όπως ήταν π.χ.
οι αγωνιστές του ’21, μεταξύ των οποίων ο Μακρυγιάννης. Ο γλωσσικός
«καθαρισμός» του 19ου αι., στη βίαιη πολλές φορές προσπάθειά του να εξελληνίσει
τη γλώσσα, κυρίως όμως η στροφή του ενδιαφέροντος προς τη Γαλλική, η οποία το
1836 εισάχθηκε υποχρεωτικά στο σχολείο, δεν κατάφεραν να εξαλείψουν τελείως το
πολύτιμο απόθεμα των ιταλικών λέξεων. Απόθεμα, μεγάλο μέρος του οποίου
διαθέτουμε και σήμερα, σε σημείο που ο έγκριτος γλωσσολόγος Χριστόφορος Χαραλαμπάκης
να εκτιμά χαριτολογώντας ότι, αν αφαιρέσουμε τις ιταλικές λέξεις από την
καθημερινή γλώσσα μας, δεν θα έχουμε να τρώμε και να ντυνόμαστε...
Ωστόσο, το
ζητούμενο δεν είναι τα «περασμένα μεγαλεία», αλλά ποιά είναι σήμερα στην Ελλάδα
η θέση αυτής της γλώσσας, η οποία καθόρισε σε τέτοιο σημείο την εξέλιξη της
ίδιας της Ελληνικής. Και πιο συγκεκριμένα, ποιά είναι η θέση της ως
αντικειμένου εκμάθησης στην ελληνική εκπαίδευση.
Σήμερα,
λοιπόν, η Ιταλική στο ελληνικό δημόσιο σχολείο έχει περιέλθει σε πλήρη σχεδόν
περιθωριοποίηση. Μολονότι και αυτή η ιστορία είναι αρκετά γνωστή, ας
διατρέξουμε τα σημαντικότερα γεγονότα που την αφορούν και μας ενδιαφέρουν.
Η εισαγωγή
της Ιταλικής γλώσσας ως αντικειμένου διδασκαλίας στη Μέση Εκπαίδευση
επιτεύχθηκε μόλις το 2005 για το Γυμνάσιο και το 2008 για το Λύκειο, ύστερα από
τριετή περίοδο πειραματικής εφαρμογής του πιλοτικού προγράμματος και αφού είχε
διαπιστωθεί το «του ηλίου φαεινότερον», ότι δλδ υπήρχε ζήτηση από μεγάλο αριθμό
γυμνασιοπαίδων που επέλεγαν τα Ιταλικά. Βοήθησαν βέβαια και κάποιες ευνοϊκές
πολιτικές συγκυρίες στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, προς απόδειξη ότι
η διάδοση, καλλιέργεια και διδασκαλία μιας γλώσσας είναι πάντα στενά
συνδεδεμένη με τον πολιτικό και τον οικονομικό παράγοντα (και εμείς δεν έχουμε
αντίρρηση όταν αυτό συμβαίνει προς όφελος όλων των γλωσσών ανεξαρτήτως). Το
Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών του Λυκείου, με την υπογραφή του αντιπροέδρου του
Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Ναπολέοντα Μήτση, και της υποφαινόμενης, τέθηκε σε
άμεση εφαρμογή από την αρχή του σχολικού έτους 2008-2009. Ήδη γινόντουσαν
προσπάθειες για εισαγωγή του μαθήματος στο Δημοτικό και συζητιόταν το θέμα της
επιμόρφωσης των διδασκόντων, όταν τον Ιανουάριο του 2011 ήρθε η μοιραία
υπουργική απόφαση και η Ιταλική καταργήθηκε από τις γλώσσες επιλογής των
μαθητών. Στη συνέχεια, και ήδη από τον Φεβρουάριο του 2012, το Υπουργείο
Παιδείας, άρχισε να εκδίδει σειρά αποφάσεων, με τις οποίες εννοούσε να
επαναφέρει την παράλληλη επιλογή της Ιταλικής ως μίας από τις δεύτερες
διδασκόμενες ξένες γλώσσες.
Οι όροι που
τίθενται ωστόσο από αυτές τις αποφάσεις είναι τόσο δύσκολοι και περίπλοκοι, που
η επιλογή της Ιταλικής καθίσταται στην πράξη δυσλειτουργική και εντέλει
ανεφάρμοστη. Μεταξύ άλλων, σε μία από αυτές ορίζεται ότι ο μαθητής του Λυκείου
πρέπει να έχει επιλέξει την ίδια γλώσσα κατά τα προηγούμενα έτη, αλλά τα
προηγούμενα έτη ο μαθητής δεν την επιλέγει για τον απλό λόγο ότι δεν την είχε
επιλέξει στο Δημοτικό, όπου ουδέποτε πραγματοποιήθηκε η εισαγωγή αυτού του
μαθήματος (κάτι που έγινε για την Αγγλική το 1990). Επίσης, το 2016, με
τροποποίηση της τροποποίησης προηγούμενης υπουργικής απόφασης, ορίζεται ότι η
Ιταλική γλώσσα θα διδάσκεται «(παράλληλα με τη Γαλλική και τη Γερμανική) στα
Γυμνάσια στα οποία οι εκπαιδευτικοί κλάδου ΠΕ34 είναι οριστικά τοποθετημένοι ή
θα τοποθετηθούν το σχολικό έτος 2016-2017, οριστικά ή προσωρινά». Σημειωτέον,
οι διορισμένοι ΠΕ 34 είναι συνολικά 32 σε όλη την Ελλάδα και, σύμφωνα με
πληροφορίες του Συλλόγου τους, διδάσκουν Ιστορία για να συμπληρώσουν τις ώρες
τους… Οι ίδιες πληροφορίες λένε επίσης ότι στη Ρόδο, π.χ., έχει τοποθετηθεί
μόνο ένας διδάσκοντας, ενώ η ζήτηση είναι πολύ μεγαλύτερη και ότι από το 2008
ως το 2011 το υπουργείο διόριζε περισσότερους αναπληρωτές πλήρους ωραρίου...
Το θέμα
είναι: τι κάνουμε τώρα; Η πολιτική επιλογή να εξοβελιστεί η Ιταλική γλώσσα από
την Εκπαίδευση, επιλογή η οποία, όπως μας ειπώθηκε τότε, κατέστη απαραίτητη από
την ανάγκη εξυγίανσης του δημόσιου βίου της Χώρας, έρχεται σε προφανή αντίθεση
με τη γλωσσική πολιτική που κατά κανόνα πρεσβεύει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι
λοιπόν σε αυτή την κατεύθυνση που όλοι οι Ιταλιστές – διδάσκοντες και φοιτητές,
φορείς και ινστιτούτα– θα πρέπει να κινηθούμε, υπερασπιζόμενοι την έννοια της
πολυγλωσσίας στο σχολείο και την κοινωνία. Είναι συνεπώς απαραίτητο να
τοποθετηθεί η πολυγλωσσία στο ευρύτατο και σύγχρονο πλαίσιο μάθησης/διδασκαλίας
που είναι η διά βίου εκπαίδευση, της οποίας βασικοί άξονες είναι αφενός το lifelong language learning και
αφετέρου το lifewide language learning, η δυνατότητα δηλαδή να μαθαίνουμε νέες γλώσσες οποτεδήποτε παρουσιαστεί
μία τέτοια ανάγκη. Σε αυτή τη διευρυμένη και πολύπλευρη προοπτική, θα
διεκδικήσουμε το δικαίωμα να διδάσκονται υποχρεωτικά στο σχολείο και στην
ευρύτερη εκπαίδευση, περισσότερες γλώσσες, τουλάχιστο 2 πέραν της μητρικής,
όπως προβλέπεται στο Nouveau cadre stratégique pour le multilinguisme που
υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 2005.
Η Ελλάδα
είναι μία από τις χώρες που ασφαλώς εμπιστεύεται τις ευρωπαϊκές αρχές της
γλωσσικής και πολιτισμικής ολοκλήρωσης και αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουμε.
Αναμένουμε λοιπόν την εφαρμογή στην πράξη των αποφάσεων αυτών, ευελπιστώντας
ότι σύντομα η Ιταλική θα επανενταχθεί πλήρως, όπως της αξίζει, στα σχολικά
προγράμματα.
* Domenica Minniti-Γκώνια
Aν. Καθηγήτρια Ιταλικής Γλωσσολογίας, Διευθύντρια Εργαστηρίου Γλώσσας, Μετάφρασης & Μελέτης των σχέσεων μεταξύΙταλικής & Ελληνικής γλώσσας
Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου