Il sogno del bambino è la pace.
Il sogno della madre è la pace.
Le parole dell'amore sotto gli alberi
sono la pace. Il padre che ritorna la sera
con un sorriso affaticato nello sguardo
con in mano un cestello pieno di frutti
e sulla sua fronte le gocce di sudore
sono simili alle gocce della brocca
che sulla finestra fa rinfrescare l'acqua,
questo è la pace.
Quando i margini delle ferite
si chiudono sul volto del mondo
e dentro le piaghe bruciate dall'incendio
la speranza incastona le sue prime gemme
e i morti possono stendersi sul fianco
e dormire senza dispiacere
sapendo che il loro sangue non è andato sprecato,
questo è la pace.
Pace è il profumo del cibo alla sera,
allorché il fermarsi di un'auto nella strada
non è uno spavento,
allorché il bussare alla porta
annuncia un amico,
e ad ogni ora il varco della finestra
significa un cielo,
i nostri occhi fanno festa
con le lontane campane dei suoi colori,
questo è la pace.
Pace è un bicchiere di latte caldo
e un libro davanti al bambino che si sveglia,
allorché le spighe si piegano l'una sull'altra dicendo
la luce la luce
e di luce trabocca la ghirlanda dell'orizzonte,
questo è la pace.
Allorché si rimaneggiano le prigioni per diventare biblioteche,
allorché di notte una canzone sale di soglia in soglia,
allorché la luna primaverile esce dalla nuvola
come di sabato sera esce dal barbiere del rione
l'operaio appena rasato,
questo è la pace.
Allorché il giorno che è trascorso
non è un giorno che è andato perduto,
ma è la radice che dentro la sera manda in alto le foglie della gioia,
ed è un giorno guadagnato e un sonno giusto,
allorché senti il sole che torna a allacciare le sue stringhe
per cacciare il dolore dagli angoli del tempo,
questo è la pace.
Pace sono i covoni che dardeggiano sui campi dell'estate
e l'abbecedario della bontà sulle ginocchia dell'alba.
Quando dici: sorelle mie, - quando diciamo: domani costruiremo,
quando costruiamo e cantiamo,
questo è la pace.
Pace sono le mani strette degli uomini
e il pane caldo sulla tavola del mondo
è il sorriso della madre.
Nient'altro è la pace.
E gli aratri che tracciano solchi profondi in tutta la terra,
scrivono solamente un nome: Pace.
Nient'altro. Pace.
Sui polpastrelli dei miei versi
il treno che avanza verso il futuro
carico di grano e di rose
è la pace.
Fratelli,
nella pace respira profondamente il mondo
con tutti i nostri sogni.
Datemi la mano fratelli miei.
Questa è la pace.
Il sogno della madre è la pace.
Le parole dell'amore sotto gli alberi
sono la pace. Il padre che ritorna la sera
con un sorriso affaticato nello sguardo
con in mano un cestello pieno di frutti
e sulla sua fronte le gocce di sudore
sono simili alle gocce della brocca
che sulla finestra fa rinfrescare l'acqua,
questo è la pace.
Quando i margini delle ferite
si chiudono sul volto del mondo
e dentro le piaghe bruciate dall'incendio
la speranza incastona le sue prime gemme
e i morti possono stendersi sul fianco
e dormire senza dispiacere
sapendo che il loro sangue non è andato sprecato,
questo è la pace.
Pace è il profumo del cibo alla sera,
allorché il fermarsi di un'auto nella strada
non è uno spavento,
allorché il bussare alla porta
annuncia un amico,
e ad ogni ora il varco della finestra
significa un cielo,
i nostri occhi fanno festa
con le lontane campane dei suoi colori,
questo è la pace.
Pace è un bicchiere di latte caldo
e un libro davanti al bambino che si sveglia,
allorché le spighe si piegano l'una sull'altra dicendo
la luce la luce
e di luce trabocca la ghirlanda dell'orizzonte,
questo è la pace.
Allorché si rimaneggiano le prigioni per diventare biblioteche,
allorché di notte una canzone sale di soglia in soglia,
allorché la luna primaverile esce dalla nuvola
come di sabato sera esce dal barbiere del rione
l'operaio appena rasato,
questo è la pace.
Allorché il giorno che è trascorso
non è un giorno che è andato perduto,
ma è la radice che dentro la sera manda in alto le foglie della gioia,
ed è un giorno guadagnato e un sonno giusto,
allorché senti il sole che torna a allacciare le sue stringhe
per cacciare il dolore dagli angoli del tempo,
questo è la pace.
Pace sono i covoni che dardeggiano sui campi dell'estate
e l'abbecedario della bontà sulle ginocchia dell'alba.
Quando dici: sorelle mie, - quando diciamo: domani costruiremo,
quando costruiamo e cantiamo,
questo è la pace.
Pace sono le mani strette degli uomini
e il pane caldo sulla tavola del mondo
è il sorriso della madre.
Nient'altro è la pace.
E gli aratri che tracciano solchi profondi in tutta la terra,
scrivono solamente un nome: Pace.
Nient'altro. Pace.
Sui polpastrelli dei miei versi
il treno che avanza verso il futuro
carico di grano e di rose
è la pace.
Fratelli,
nella pace respira profondamente il mondo
con tutti i nostri sogni.
Datemi la mano fratelli miei.
Questa è la pace.
Versione italiana di Gian Piero Testa
Τ’ όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη
Τ’ όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη
Τα λόγια της αγάπης κάτω απ’ τα δέντρα
είναι η ειρήνη.Ο πατέρας που γυρνάει τ’ απόβραδο
μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
μ’ ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
και οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του
είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού
που παγώνει το νερό στο παράθυρο,
είναι η ειρήνη.
Όταν οι ουλές απ’ τις λαβωματιές
κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου
και μες στους λάκκους που ‘ καψε η πυρκαγιά
δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα
κι οι νεκροί μπορούν να γείρουν στον πλευρό τους
και να κοιμηθούν δίχως παράπονο
ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου,
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι η μυρουδιά του φαγητού το βράδυ,
τότε που το σταμάτημα του αυτοκινήτου στο δρόμο
δεν είναι φόβος,
τότε που το χτύπημα στην πόρτα
σημαίνει φίλος,
και το άνοιγμα του παραθύρου κάθε ώρα
σημαίνει ουρανός,
γιορτάζοντας τα μάτια μας
με τις μακρινές καμπάνες των χρωμάτων του,
είναι ειρήνη.
Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα
κι ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει,
τότε που τα στάχυα γέρνουν το ‘να στ’ άλλο λέγοντας:
το φως, το φως
και ξεχειλάει η στεφάνη του ορίζοντα φως,
είναι η ειρήνη.
Τότε που οι φυλακές επισκευάζονται να γίνουν βιβλιοθήκες,
τότε που ένα τραγούδι ανεβαίνει από κατώφλι σε κατώφλι τη νύχτα,
τότε που τ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει απ’ το σύγνεφο
όπως βγαίνει απ’ το κουρείο της συνοικίας
φρεσκοξυρισμένος ο εργάτης το Σαββατόβραδο,
είναι η ειρήνη.
Τότε που η μέρα που πέρασε,
δεν είναι μια μέρα που χάθηκε,
μα είναι η ρίζα που ανεβάζει τα φύλλα της χαράς μέσα στο βράδυ
κι είναι μια κερδισμένη μέρα κι ένας δίκαιος ύπνος,
που νιώθεις πάλι ο ήλιος να δένει βιαστικά τα κορδόνια του
να κυνηγήσει τη λύπη απ’ τις γωνιές του χρόνου,
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι οι θημωνιές των αχτίνων στους κάμπους του καλοκαιριού
είναι τ’ αλφαβητάρι της καλοσύνης στα γόνατα της αυγής.
Όταν λες: αδελφές μου, – όταν λέμε: αύριο θα χτίσουμε,
όταν χτίζουμε και τραγουδάμε,
είναι η ειρήνη.
Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
είναι το χαμόγελο της μάνας.
Τίποτ’ άλλο δεν είναι η ειρήνη.
Και τ’ αλέτρια που χαράζουν βαθιές αυλακιές σ’ όλη τη γη,
ένα όνομα μονάχα γράφουν:
Ειρήνη.
Τίποτ’ άλλο. Ειρήνη.
Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα,
είναι η ειρήνη.
Αδέρφια,
μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει όλος ο κόσμος
με όλα τα όνειρά μας.
Δώστε τα χέρια αδέρφια μου,
αυτό ‘ναι η ειρήνη.
Τ’ όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη
Τα λόγια της αγάπης κάτω απ’ τα δέντρα
είναι η ειρήνη.Ο πατέρας που γυρνάει τ’ απόβραδο
μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
μ’ ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
και οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του
είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού
που παγώνει το νερό στο παράθυρο,
είναι η ειρήνη.
Όταν οι ουλές απ’ τις λαβωματιές
κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου
και μες στους λάκκους που ‘ καψε η πυρκαγιά
δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα
κι οι νεκροί μπορούν να γείρουν στον πλευρό τους
και να κοιμηθούν δίχως παράπονο
ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου,
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι η μυρουδιά του φαγητού το βράδυ,
τότε που το σταμάτημα του αυτοκινήτου στο δρόμο
δεν είναι φόβος,
τότε που το χτύπημα στην πόρτα
σημαίνει φίλος,
και το άνοιγμα του παραθύρου κάθε ώρα
σημαίνει ουρανός,
γιορτάζοντας τα μάτια μας
με τις μακρινές καμπάνες των χρωμάτων του,
είναι ειρήνη.
Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα
κι ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει,
τότε που τα στάχυα γέρνουν το ‘να στ’ άλλο λέγοντας:
το φως, το φως
και ξεχειλάει η στεφάνη του ορίζοντα φως,
είναι η ειρήνη.
Τότε που οι φυλακές επισκευάζονται να γίνουν βιβλιοθήκες,
τότε που ένα τραγούδι ανεβαίνει από κατώφλι σε κατώφλι τη νύχτα,
τότε που τ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει απ’ το σύγνεφο
όπως βγαίνει απ’ το κουρείο της συνοικίας
φρεσκοξυρισμένος ο εργάτης το Σαββατόβραδο,
είναι η ειρήνη.
Τότε που η μέρα που πέρασε,
δεν είναι μια μέρα που χάθηκε,
μα είναι η ρίζα που ανεβάζει τα φύλλα της χαράς μέσα στο βράδυ
κι είναι μια κερδισμένη μέρα κι ένας δίκαιος ύπνος,
που νιώθεις πάλι ο ήλιος να δένει βιαστικά τα κορδόνια του
να κυνηγήσει τη λύπη απ’ τις γωνιές του χρόνου,
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι οι θημωνιές των αχτίνων στους κάμπους του καλοκαιριού
είναι τ’ αλφαβητάρι της καλοσύνης στα γόνατα της αυγής.
Όταν λες: αδελφές μου, – όταν λέμε: αύριο θα χτίσουμε,
όταν χτίζουμε και τραγουδάμε,
είναι η ειρήνη.
Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
είναι το χαμόγελο της μάνας.
Τίποτ’ άλλο δεν είναι η ειρήνη.
Και τ’ αλέτρια που χαράζουν βαθιές αυλακιές σ’ όλη τη γη,
ένα όνομα μονάχα γράφουν:
Ειρήνη.
Τίποτ’ άλλο. Ειρήνη.
Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα,
είναι η ειρήνη.
Αδέρφια,
μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει όλος ο κόσμος
με όλα τα όνειρά μας.
Δώστε τα χέρια αδέρφια μου,
αυτό ‘ναι η ειρήνη.
https://www.antiwarsongs.org/canzone.php?id=42298&lang=it
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου